πεζοδρομιακός

πεζοδρομιακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεζοδρόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζοδρόμιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεζοδρομιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεζοδρόμιο: Πεζοδρομιακή συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”